Φωτεινό

Φωτεινό
Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Κουρνορράχη (υψόμ. 400 μ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.020 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (20 τ. χλμ.). 3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) του νομού Άρτας. Βρίσκεται A της Άρτας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (9 τ. χλμ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σέλας πολικό — Φωτεινό φαινόμενο της ανώτερης ατμόσφαιρας, το οποίο εμφανίζεται ως φεγγοβολή, κυρίως στις περιοχές του βόρειου και νότιου Πόλου. Τα πολικά σέλα παρουσιάζονται πάντοτε με πολύ διαφορετικούς χρωματισμούς και σχήματα: άλλοτε έχουν έντονο και λαμπρό …   Dictionary of Greek

  • φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …   Dictionary of Greek

  • φωτοτακτισμός — ο, Ν 1. βιολ. κατευθυνόμενη κίνηση ενός κινητού οργανισμού ως απόκριση σε ένα φωτεινό ερέθισμα 2. φρ. «θετικός φωτοτακτισμός» βιολ. φωτοτακτισμός κατά τον οποίο ο οργανισμός κατευθύνεται προς το φωτεινό ερέθισμα β) «αρνητικός φωτοτακτισμός» βιολ …   Dictionary of Greek

  • φωτοτροπισμός — ο, Ν 1. βοτ. αυξητική κίνηση τών βλαστών και τών ριζών τών φυτών ως απόκριση σε φωτεινό ερέθισμα 2. φρ. «θετικός φωτοτροπισμός» βοτ. φωτοτροπισμός με κατεύθυνση προς το φωτεινό ερέθισμα β) «αρνητικός φωτοτροπισμός» βοτ. φωτοτροπισμός με… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • κινησιοσκόπιο — Ηλεκτρονική διάταξη η οποία μετατρέπει σε ορατές εικόνες τις μεταβολές εύρους των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που λαμβάνει μια συσκευή τηλεόρασης από τον σταθμό ο οποίος εκπέμπει. Το κ. αποτελείται από έναν γυάλινο σωλήνα, στο εσωτερικό του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Foteino, Arta — Infobox Greek Dimos name = Foteino name local = Φωτεινό caption skyline = periph = Epirus prefec = Arta population = 374 population as of = 2001 area = 8.953 elevation = lat deg = 39 lat min = 8 lat sec = 3.84 lon deg = 21 lon min = 6 lon sec =… …   Wikipedia

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”